- τειχίζω
- ΝΜΑ [τεῑχος]1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ.β. «καὶ τοῑσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.)2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ.γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ φρούρια ἐπιμελέστερον τειχίσας», Ηρωδιαν.)μσν.-αρχ.μτφ. υπερασπίζω, προστατεύω (α. «τείχισον ἡμᾱς τῇ δυνάμει σου», Ευχολ.β. «τειχίζοντα τὴν οἰκίαν [δηλ. την οικογένεια] εὑροῡσα τὸν Ὁλύμπιον», Λιβάν.)αρχ.1. (αμτβ.) παρατάσσομαι σε πυκνή διάταξη σαν να σχηματίζω τείχος («τῇ τῶν ἀσπίδων προβολῇ ὥσπερ τειχίσαντες», Ηρωδιαν.)2. (το μέσ. και παθ.) τειχίζομαια) κτίζομαι, ανεγείρομαι («πύργος τετείχισται», Ηρόδ.)β) είμαι προφυλαγμένος, περιφρουρούμαι (α. «ἀθανάτῳ τείχει τῷ Νείλῳ τετειχισμένην», Ισοκρ.β. «ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις», Δημοσθ.)γ) μτφ. δημιουργούμαι σαν τείχος, υψώνομαι σαν τείχος («ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται», Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.